Η επαρχία Κυνουρία ευτύχησε το 1927 να αποκτήσει ένα δημοσιογραφικό όργανο, το οποίο ανέλαβε το ακανθώδες και επίπονο έργο της ανάδειξης των ζωτικών προβλημάτων της περιοχής και των κατοίκων της. Η έκδοση της εφημερίδος «Κυνουρία», έδωσε μία νέα δυναμική στον τόπο επιτελώντας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, δεδομένων και των πενιχρών μέσων της εποχής, το δυσχερές έργο της πληροφόρησης των κατοίκων της ευρύτερης περιοχής.
Εντούτοις, το πολυσχιδές έργο της «Κυνουρίας» δεν περιορίστηκε μονάχα στην ενημέρωση των πολιτών, αλλά επεκτάθηκε καλύπτοντας λογοτεχνικές και φιλολογικές πτυχές, καθώς μέσα από τα φύλλα της εφημερίδας φιλοξενήθηκαν διαφόρων ειδών λογοτεχνήματα. Χρονογραφήματα, ποιήματα και ταξιδιωτικές περιγραφές κόσμησαν τις στήλες της «Κυνουρίας» προσφέροντας ένα ευχάριστο ανάγνωσμα στους κατοίκους της επαρχίας μας που την επέλεγαν για την ενημέρωσή τους. |
|
Έτσι, στις λογοτεχνικές στήλες της εφημερίδας, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, ο αναγνώστης εντόπιζε αναφορές στο χωριό των Πελετών, τα οποία αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης για τους συγγραφείς που συνεργάστηκαν με την «Κυνουρία». |
Χρονογράφημα
Η εφημερίς «Κυνουρία» στο υπ' αριθμόν 190 φύλλο της δημοσίευσε το ακόλουθο χρονογράφημα για τα Πελετά:
Έρωτες στα Πελετά
Στα χωριά μας, ο έρωτας, ο φτερωτός αυτός υιός της Αφροδίτης έχει τεθή υπό απηνή καταδίωξιν και όταν δεν συμβαίνει αυτό υφίσταται την λοιδωρίαν και τους ειρωνικούς σαρκασμούς των χωρικών.
Ένα πάθημα ενός ερωτευμένου στα Πελετά, δίδει σαφήν εικόνα της αγρίας πρόγκας και των ειρωνικών σχολίων που διαπράττονται εις βάρος παντός επιχειρούντος να εκπορθήση μίαν γυναικείαν καρδιάν, και μάλιστα όταν αυτή είναι σκληρά και απόρθητος.
Αλλ' ας αφηγηθώμεν εν συντομία την ιλαροτραγικήν ιστορίαν ενός ατυχούς ερωτευμένου των Πελετών, που το «μυστικό» του ήταν γνωστό σ' όλο το χωριό, χρησιμοποιούντες -εννοείται- φανταστικά ονόματα γιατί δε θέλουμε στο μεγάλο πόνο να προσθέσουμε και τα σαρκαστικά σχόλια της δημοσιότητος. |
Εκείνος: Βικέντιος! Παιδί της τρίχας με μεράκια και γαβιόλες. Εκείνη: Κατερίνα! Ζουμπουρλούδικη, καμαρωτή, χαμηλοβλεπούσα, διαπαιδαγωγηθείσα εις περιβάλον αρόν εν προσευχή και μετανοία, αφράτη και ξεροψημένη σαν προσφορά.
Ο Βικέντιος άναψε και κόρωσε. Βόλτες στο σπήτι, γλυκειές ματιές, ξελιγώματα και ανακαψίλες.
– Βρε Κατερίνα, μ' έκαψες! Κατέβα να σου μιλήσω λιγάκι! Μωρή, μην είσαι τόσο ακατάδεχτη...
Αυτή, δεν τούδινε καμμιά απάντησι. Του γύριζε τις πλάτες και μονολογούσε:
– Ήμαρτον θεέ μου μ' αυτόν τον άνθρωπο!
Αυτό το βιολί παιζότανε μήνες τώρα. Εκείνος επιμονή, λίγωμα του ματιού, μεράκωμα, πάθος. Εκείνη πάλι ακατάδεχτη, σκληρή, αδυσώπητη, ήμαρτον θεέ μου.
Μια ημέρα έσκασε η μπόμπα. Η Κατερίνα αρρεβωνιάστηκε μ' ένα Σπετσιώτη και ο φίλος μας ο Βικέντιος έμεινε στα κρύα του λουτρού! Το πάθος άναψε περισσότερο. Στριφογύριζε σα χτυπημένο φίδι. Και το παράπονό του το εκμυστηρεύτηκε στην παρέα του. Εκείνοι, γινήκανε έξω φρενών.
– Ακους εκεί την παληοβρώμα! Εμείς θα τη διορθώσουμε.
Ο ένας πετάχτηκε απάνω κι' έβαλε το σάχτυλο στο κούτελο ότι τάχα τούρθε μια σπουδαία έμπνευσι.
– Μωρέ, να την κλέψωμε!
Ο Βικέντιος πέταξε από χαρά.
– Αλήθεια βρε παιδιά... Να με βοηθήστε να την κλέψωμε. Να τη χάση ο Σπετσιώτης...
– Εμείς θα το κανονίσωμε το ζήτημα, είπαν όλοι με μια φωνή. Εσύ θα βάλης ένα κοψίδι κρέας να φάμε κι' αύριο το βράδυ η Κατερίνα θάναι στην αγκαλιά σου.
– Σύμφωνος, φώναξε ο Βικέντιος.
– Σύμφωνοι, απάντησαν εκείνοι.
Την επομένην, αφού φαγώθηκε το κομμάτι το κρέας τη συνοδεία κοκκινελίου υπό τας ευχάς και τας διαχύσεις της παρέας υπέρ ευοδώσεως της ιεράς υποθέσεως, κατεστρώθη και το σχέδιον της απαγωγής το οποίον εννοείται προηγουμένως είχε καταστρώσει η παρέα.
– Το βράδυ που θα σκοτεινιάσει καλά, θα κλέψωμε την Κατερίνα και θα τραβήξωμε για το Κυπαρίσι όπου θα γίνη... η στέψις! Μόλις βγούμε από έξω από το χωριό, θα ρίξωμε δυό συνθηματικές μπιστολιές για να καταλάβη ο Βικέντιος ότι πέτυχε η υπόθεσις και νάρθη να μας συναντήση για να παραλάβη την Κατερίνα!
Έτσι κι έγινε. Το βράδυ αργά, όταν πυχτό απλώθηκε το σκοτάδι στον κάμπο των Πελετών, δυο μπιστολιές ακούστηκαν από μακρυά. Ο Βικέντιος, πετάχτυκε αλαφιασμένος κι' έτρεξε παραπατώντας και σκοντάβοντας στο δρόμο. Η καρδιά του χτύπαγε σαν τούμπανο. Όταν έφτασε την παρέα, μες στο πυκνό σκοτάδι κατώρθωσε να διακρίνη τη σιλουέττα της Κατερίνας που διαμαρτύρετο με ψιλόλιγνη φωνή.
– Αχ, ακλέ πού με πάτε; Αχ, νάχετε το κρίμα!...
Αφού προχώρησαν αρκετά, δύο ώρες ποδαρόδρομο, χωρίς να λένε λέξι για να μην τους ακούση κάνας περαστικός διαβάτης, σταμάτησαν.
– Προχώρησε λίγο εσύ Βικέντιε, του είπαν, γιατί η νύφη είναι ντυμένη με τα καλά της και θέλει ν' αλλάξη για να μην τσαλακωθή!
Εκείνος, επραχώρησε καμμιά εκατοστή μέτρα και περίμενε. Περίμενε, περίμενε για ν' αλλάξη η Κατερίνα, ώσπου έβγαλε την... ιλαρά περιμένοντας!
Τη συνέχεια την καταλαβαίνετε. Οι παληόφιλοι της παρέας με τον αφαλό λυμένο από τα γέλια, τον άφισαν μονάχο και γύρισαν στο χωριό όπου διηγήθηκαν το ιλαροτραγικό πάθημα του δυστυχισμένου ερωτοπαθούς φίλου των. Και η Κατερίνα; Αλλοίμονο, δεν είτανε παρά ένας φίλος της παρέας που είχε φορέσει τα φουστάνια της αδελφής του!...
Καρακοβουνίτης
(Κυνουρία 1/10/1935)
Ποιήματα
Το χωριό των Πελετών αποτέλεσε θέμα σατιρικών ποιημάτων αρκετές φορές στη διάρκεια της ιστορίας της εφημερίδας με ευχάριστο και διασκεδαστικό τρόπο, όπως φαίνεται και από το ποίημα που δημοσιεύτηκε στο υπ' αριθμόν 187 - 189 φύλλο της Εφημερίδας:
Η σάτυρά μας
Εντυπώσεις Λοιπόν, καλά επέρασα τούτο το καλοκαίρι και επεσκέφθην αρκετά της Κυνουρίας μέρη.
Έφαγα γίδα στου Κοσμά κι' έμαθα να το τσούζω και ο Απίκ με μέθυσε με σκορδαλιά και ούζο.
Στην Κουνουπιά παρέμεινα χορούς γλέντια είδα και κει ξαναδοκίμασα καλοψιμένη γίδα.
Στα Πελετά μπουζούριασα στου Ρόζου στου Βουδούρη, και στου Τζοβάνη πέτυχα παστίτσο και χουζούρι.
Εκείθεν πια ετράβηξα στας Σπέτσας και βλαστήματα βρήκα παρέα εκλεκτή μπάνιο, βουτιές βουτήματα.
Μα τώρα όμως που γύρισα κι' όλα πια τ' απαράτησα αντί ναρθώ πιο ευτραφής βρήκα πως... αδυνάτισα!... |
|
Ο Μουστός
(Κυνουρία 16/9/1935)
Ταξιδιωτικές Περιηγήσεις
Δεν ήταν λίγες οι φορές που στις στήλες της «Κυνουρίας» φιλοξενήθηκαν εκτενείς ταξιδιωτικές περιηγήσεις, με μία από τις πρώτες να αναφέρονται στο χωριό μας. Έτσι, στο φύλλο υπ' αριθμόν 35 διαβάζουμε τα εξής:
Ένας περίπατος στην Κυνουρία (Πούληθρα - Κουνουπιά - Μαρί - Πελετά)
[...] Στο Μαρί έμεινα δυο ώρες μόνον και εκείθεν ανεχώρησα διά το δίωρον απέχον χωρίον Πελετά.
Ο δρόμος προς τα Πελετά, είναι ομαλός και ευχάριστος γιατί περνάει μέσα σε χαριτωμένες δροσερές κοιλάδες και σε απαλόγραμμους λοφίσκους.
Προτού φθάσω στα Πελετά, μπήκα σε μια απέραντη, ομαλή έκτασι, καταπράσινη, που μου έδωσε την εντύπωσι ότι ευρίσκομαι στους κάμπους της Μεσσηνίας. Είναι τα αμπέλια του χωριού, που με το έντονα πράσινο χρώμα τους δίνουν την πιο χαρούμενη και ευχάριστη εντύπωσι, και στη μέση της εκτάσεως ταύτης βρίσκεται το χωριό, με τα καλλιμάρμαρα σπίτια του, φτιαγμένα όλα με καλαισθησία κι ωμορφιά, με τα μπαλκόνια και τους καγκελόφρακτους κήπους των, παρέχοντα την εντύπωσιν Αθηναϊκών σπητιών. Γιατί στα Πελετά διαμένουν πλείστοι εκατομμυριούχοι των πέριξ χωρίων κατά το θέρος, αποκτήσαντες τας περιουσίας των εις την υπερατλαντικήν χώραν της Αμερικής, όπου οι πλείστοι τούτων μετέβησαν. Γι' αυτό και στας συνομιλίας των οι Πελετιώται χρησιμοποιούν πολλάς φράσεις Αγγλικάς, λόγω της πολυετούς των εν Αμερική διαμονής.
Οι κάτοικοι, προ ενός έτους ανήγειρον εις το κέντρον του χωρίου, μεγαλοπρεπές, δαπανήσαντες περί το εκατομμύριον, όπερ απέστειλαν οι εν τη ξένη Πελετιώται. Το κτίριον, τούτο, χρησιμεύει δια σχολείον του χωρίου.
Τα Πελετά, είναι μεγάλο χωριό κι' έχει 400 - 500 σπήτια με πλείστα καταστήματα όλων των επαγγελμάτων.
Γύρω - τριγύρω, μια αλυσσίδα ωραίων απαλλόγραμμων λόφων, δίνει ένα χαριτωμένο φόντο στο όμορφο τούτο χωριό, που οι άνδρες του και οι γυναίκες λάμπουν από το ροδοκόκκινο χρώμα της υγείας, γιατί μπορεί να ειπή κανείς ότι τα Πελετά είναι το υγιεινότερο χωριό της Κυνουρίας. Το κουνούπι και τα διάφορα έντομα που τόσο βασανίζουν όλα τα μέρη κατά το θέρος, στο μέρος αυτό είναι τελείως άγνωστα. Γι' αυτό και οι γιατροί έχουν τα μεγαλύτερα... κεσάτια και η επέμβασίς των πραγματοποιείται μόνον όταν το Πελετιώτικο κρασί και τα διάφορα μεζεδάκια του Νταρακλή ενοχλήσουν τον στόμαχον των κατοίκων. |
Οι κάτοικοι των Πελετών διακρίνονται δια το άκρως φιλόξενον πνεύμα των, και πας διερχόμενος εκείθεν καθίσταται αντικείμενον αγώνος τις θα τον φιλοξενήση.
Στα Πελετά, καθώς με επληροφόρησεν ο φιλοξενήσας με κ. Τριαντάφυλλος Χρόνης, πρωτεργάτης της ιδρύσεως του ανωτέρω αναφερόμενου σχολείου, πρόκειται να ανεγερθή και καλλιμάρμαρος ναός δαπάναις των εν Αμερική συγχωρίων του, κ' έτσι το χωριό θα καταστή αληθινό σέμνωμα και στόλισμα της Κυνουρίας.
«Μεσσήνιος»
(Κυνουρία 15/4/1929)